Ἐντός τῆς δεκαετίας τοῦ ’70 δημοσιεύτηκε στὰ ἑλληνικὰ ἕνα βιβλίο, τὸ ὁποῖο σταδιακά ἀπέκτησε μεγάλη ἀπήχηση. Πρόκειται γιὰ τὸ βιβλίο τοῦ γέροντος Σωφρονίου (Ζαχάρωφ) Ὁ γέροντας Σιλουανός. Τὸ βιβλίο ἀρχικῶς κυκλοφόρησε τὸ 1948 στὴ Γαλλία, ὅπου στὸ μεταξὺ εἶχε μετακινηθεῖ ὁ Σωφρόνιος, πρὶν καταλήξει τελικῶς στὴν Ἀγγλία. Γράφτηκε στὰ ρωσικὰ καὶ ὁ γέροντας Σωφρόνιος ἐπιδίωξε τὴ μετάφρασή του καὶ σὲ ἄλλες γλῶσσες, ὅπως στὰ ἀγγλικά το 1958. Τὸ 1973 ἀπευθύνθηκε στὸν ἐκδότη τῆς Ὀρθόδοξης Κυψέλης Στυλιανὸ Κεμεντζετζίδη καὶ τὸ βιβλίο μεταφράστηκε καὶ στὰ ἑλληνικά, γνωρίζοντας μέχρι σήμερα ἀπανωτὲς ἐκδόσεις.
Ὁ γέροντας Σιλουανὸς εἶχε γεννηθεῖ τὸ 1866 στὴ Ρωσία καὶ τὸ 1892 πῆγε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Παντελεήμονος τοῦ Ἁγίου Ὅρους, στὴν ὁποία καὶ ἐμόνασε γιὰ τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του. Λίγα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του, τὸ 1938, τὸν συνάντησε στὸ μοναστήρι ὁ ἐπίσης ρωσικῆς καταγωγῆς μοναχὸς Σωφρόνιος. Ὕστερα ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Σιλουανοῦ ὁ γέροντας Σωφρόνιος ἔφυγε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ ἀποφάσισε νὰ γράψει ἕνα βιβλίο γιὰ τὸν γέροντά του.
Ὁ μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος (Ware) σὲ συνέντευξή του στὸ περιοδικὸ Πεμπτουσία παρατηρεῖ: «Ἂν δὲν ἦταν ὁ πατέρας Σωφρόνιος, ὁ κόσμος δὲν θὰ εἶχε μάθει ποτὲ γιὰ τὸν ἅγιο Σιλουανό, ποὺ διεξήγαγε μιὰ κρυφὴ ζωὴ στὸ ρωσικὸ μοναστήρι. Θυμᾶμαι ὅταν πῆγα στὸ ρωσικὸ μοναστήρι, στὴν δεκαετία τοῦ ’60, αὐτὸ ἦταν πολὺ πρὶν ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ἀναγνωριστεῖ ὡς ἅγιος, ἕνας ρῶσος μοναχός μου εἶπε: “γιατί ἐσεῖς οἱ Ἄγγλοι μιλᾶτε συνεχῶς γιὰ τὸν πατέρα Σιλουανό; Δὲν ὑπῆρχε τίποτα τὸ ἰδιαίτερο μὲ αὐτόν. Εἴχαμε πολλοὺς μοναχοὺς σὰν αὐτὸν στὸ μοναστήρι”».
Τὸ βιβλίο τοῦ γέροντος Σωφρονίου γιὰ τὸν γέροντα Σιλουανὸ δὲν ἦταν τὸ πρῶτο ποὺ μιλοῦσε γιὰ ἕναν σύγχρονο ἁγιορείτη γέροντα. Ὡστόσο, ἦταν τὸ πρῶτο ποὺ συνέδεε τὸ πρόσωπο ἑνὸς σύγχρονου ἁγιορείτη γέροντα μὲ τὴν ἔννοια τοῦ χάριτος. Μὲ ποιὸ τρόπο;
Φθάνοντας στὸ Ἅγιο Ὅρος ὁ Σιλουανός, ἐντάχθηκε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Ἡ ζωὴ τοῦ ἦταν μοιρασμένη ἀνάμεσα στὰ διακονήματα, στὶς μακρὲς ἀκολουθίες στὸν ναό, στὴ νηστεία καὶ τὴν ὑπακοή. Στὸ μοναστήρι τὸν ἀγαποῦσαν καὶ τὸν ἐπαινοῦσαν γιὰ τὴν ἐπιμέλεια καὶ τὸν χαρακτήρα του. Παράλληλα ἀπὸ τὸν νοῦ τοῦ νεαροῦ δόκιμου περνοῦσαν διάφοροι λογισμοί. Ἄλλοτε σκεφτόταν «τώρα εἶσαι ἅγιος» καὶ ἄλλοτε «δὲν θὰ σωθεῖς». Τελικῶς, περιγράφεται νὰ τὸν κυρίευσε ὁ φόβος τῆς ἀπώλειας τῆς ψυχῆς του καὶ καθισμένος μιὰ ἡμέρα στὸ κελὶ του πρὶν τὸν ἑσπερινὸ ἔφτασε στὴν ἔσχατη ἀπόγνωση.
Τότε περιγράφεται κάτι ἐξαιρετικό: «Ὅταν πῆγε γιὰ τὸν ἑσπερινὸ στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Προφήτη Ἠλία, ποὺ εἶναι κοντὰ στὸν μύλο, εἶδε στὰ δεξιά της Ὡραίας Πύλης, στὸν τόπο τῆς εἰκόνος τοῦ Σωτῆρος, τὸν ζῶντα Χριστό. Ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε μὲ ἀκατάληπτο τρόπο στὸ νεαρὸ δόκιμο κι ὅλη του ἡ ὕπαρξη, ἀκόμη καὶ τὸ σῶμα του γέμισαν ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Σωφρόνιος 1978: 24). Ἡ ἐμπειρία αὐτὴ περιγράφεται ὡς ἕνα ἀναπάντεχο δῶρο ποὺ δίνεται στὸν Σιλουανό, προκειμένου νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν ἀπελπισία καὶ νὰ γνωρίσει τί πρέπει νὰ ἀναζητήσει καὶ νὰ ἀποκτήσει στὴν μετέπειτα ἀσκητικὴ ζωή του.
Στὴ συνέχεια περιγράφεται καὶ δεύτερη ἐμπειρία: «Μετὰ ἀπὸ κάμποσο καιρό, τὸ πρωὶ μιᾶς γιορτῆς μετὰ ἀπὸ μίαν ὁλονυκτία, ὅταν ὁ ἀδελφὸς Συμεὼν (τὸ προηγούμενο ὄνομα τοῦ Σιλουανοῦ) διακονοῦσε στὴν κοινὴ τράπεζα, τὸν ἐπισκέφθηκε γιὰ δεύτερη φορὰ ἡ χάρις, ἀλλὰ μὲ κάπως λιγότερη δύναμη. Κατόπιν, βαθμηδὸν ἡ ἐνέργειά της ἄρχισε νὰ ἐλαττώνεται. Ἡ μνήμη τοῦ ἀρχικοῦ βιώματος διατηρήθηκε στὸν νοῦ του, ἀλλὰ ἡ εἰρήνη καὶ ἡ χαρὰ μειώθηκαν στὴν αἴσθηση τῆς καρδιᾶς του καὶ στὴ θέση τοὺς μπῆκε ὁ φόβος τῆς ἐγκαταλείψεως» (Σωφρόνιος 1978: 34).
Ὁ Σιλουανός ἐνῶ κοπίαζε στὸ διακόνημά του, ἔκανε ὑπακοή, συμμετεῖχε στὶς μακρὲς ἀκολουθίες τοῦ ναοῦ, ἔκανε νηστεία, παρ’ ὅλα αὐτὰ εἶχε χάσει τὴν αἴσθηση τῆς χάριτος. Προσπάθησε νὰ κατανοήσει τὴν αἰτία τῆς ἀπώλειας καὶ μὲ ποιὸ τρόπο μποροῦσε νὰ ἀποκτήσει ξανὰ τὴν αἴσθηση τῆς χάριτος καὶ νὰ τὴ διαφυλάξει. Προσπαθώντας νὰ δώσει ἀπαντήσεις στὸ ἐρώτημα αὐτό, ζήτησε τὶς συμβουλὲς κάποιων γερόντων. Σταδιακά, κατανόησε ὅτι «Δὲν εἶναι ὅμως ὁ Κύριος ποὺ σ’ ἐγκατέλειψε, ἀλλὰ σὺ παρεξέκλινες ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς ταπεινώσεως καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μένει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στὴ ψυχή σου» (Σωφρόνιος 1978: 366). Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀποκαλύφθηκε τότε στὸν Σιλουανό, ὥστε νὰ μένει στὴν ὁδό τῆς ταπεινώσεως καὶ νὰ προσελκύει τὴν αἴσθηση τῆς χάριτος συνοψίζεται στὴ φράση: «κράτα τὸν νοῦ σου στὸν Ἅδη καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι» (1978: 42). Ἔτσι, ἡ χάρις δὲν τὸν ἐγκατέλειπε πιά, ὁ νοῦς του καθαρίστηκε καὶ ἡ ψυχὴ του βρῆκε ἀνάπαυση. Τὸ 1987 ἔγινε ἡ ἀναγνώριση τοῦ γέροντος Σιλουανοῦ ὡς ἁγίου.
Τὸ σχῆμα αὐτὸ τῆς ἀρχικῆς ἐπίσκεψης τῆς χάριτος, τῆς ἐν συνεχεία ἐγκατάλειψης ἀπὸ αὐτὴν καὶ τῆς τελικῆς ἐπιστροφῆς εἶναι ἕνα σχῆμα ποὺ ἐμφανίζεται καὶ μέσα στὸ κείμενο τοῦ Μακαρίου του Αἰγυπτίου. Συγκεκριμένα στὴν 9η Πνευματικὴ Ὁμιλία ὁ Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος γράφει ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἀφοσιώνεται στὴν προσευχὴ βυθίζεται σὲ μιὰ γλυκύτητα, καθὼς ἔρχεται σὲ αὐτὸν ἡ Χάρις. Ἀκολουθεῖ καιρὸς ποὺ αὐτὴ ἡ Χάρις ὑποχωρεῖ, μὲ σκοπὸ νὰ δοκιμασθεῖ ἡ προαίρεση καὶ ἡ ταπείνωσή του, ἀλλὰ ἔρχεται ξανὰ ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ὑπομονὴ καὶ δοκιμασία (Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος 1985: 161-173).
Μὲ τὴν κυκλοφορία του τὸ βιβλίο Ὁ γέροντας Σιλουανὸς κατέστησε ξανὰ διαθέσιμες μέσα στὸ ἱστορικὸ προσκήνιο αὐτὲς τὶς ἔννοιες, τὶς ὁποῖες οἱ σύγχρονοι γέροντες δὲν ἄργησαν νὰ ἀντιληφθοῦν καὶ νὰ ἐνσωματώσουν στὸν λόγο τους. Ἡ δράση αὐτὴ μπορεῖ νὰ μὴν ἔγινε ἀμέσως ἀντιληπτή, ὡστόσο σταδιακὰ ἄρχισε νὰ κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία της. Μιὰ σειρὰ ἀπὸ ἁγιορεῖτες γέροντες ποὺ μέχρι τὴ δεκαετία τοῦ ’60 ἦταν ἄγνωστοι, ἄρχισαν νὰ μιλοῦν γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τῆς χάριτος καὶ τὸν τρόπο ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν ἀποκτήσει. Ἔτσι, ἀπὸ ἄγνωστοι μοναχοὶ στὸ περιθώριο τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας ἄρχισαν νὰ ἔρχονται σταδιακὰ στὸ κέντρο τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς καὶ ἡ δράση τους νὰ ἀποκτᾶ ὅλο καὶ μεγαλύτερη ἐμβέλεια μέσα στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία.