Στὶς 30 Σεπτεμβρίου τιμᾶται ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, τοῦ φωτιστοῦ τῆς Ἀρμενίας (257-331 μ.Χ.). Ὁ Γρηγόριος ἄν καὶ προερχόταν ἀπὸ οἰκογένεια ἀντίπαλη τῆς βασιλικῆς, κατόρθωσε νὰ κερδίσει τὴν εὔνοια τοῦ βασιλιὰ Τιριδάτη Γ΄ τῆς Ἀρμενίας, τὸν ὁποῖο βάπτισε χριστιανό. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποτέλεσε τὴν ἀφετηρία τῆς διάδοσης τοῦ χριστιανισμοῦ στὴν Ἀρμενία.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀρμενίας ἦταν ἀρχικῶς ἐνωμένη μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ὡστόσο, στὴ συνέχεια ἀποκόπηκε ἀπὸ αὐτές, καθὼς δὲν ἀποδέχθηκε τοὺς ὅρους τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος (453 μ.Χ.). Θεωρήθηκε μονοφυσιτική, ἂν καὶ δὲν υἱοθέτησε ποτὲ τὴν μονοφυσιτικὴ ὁρολογία τοῦ Εὐτυχοῦς, ἀλλὰ ἔμεινε πιστὴ στὴν ὁρολογία ποὺ εἶχε χρησιμοποιήσει ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γιὰ τὸν Χριστό, μιλώντας γιὰ «μία φύσι τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη».
Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 7ου αἰῶνος μεταξὺ τῶν Ἀρμενίων ποὺ ζοῦσαν στὶς ἀνατολικὲς περιοχὲς τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, στὴ Μικρὰ Ἀσία, ἄρχισε νὰ ἔχει ἀπήχηση ἡ διδασκαλία ἑνὸς ἱεροκήρυκα ὀνόματι Κωνσταντίνου, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ μιὰ μικρὴ κοινότητα κοντὰ στὰ Σαμόσατα (σήμερα Samsat στὴ νοτιοανατολικὴ Τουρκία).
Ἡ διδασκαλία τοῦ Κωνσταντίνου στηριζόταν στὰ κείμενα τῶν Εὐαγγελίων καὶ ἰδιαίτερα στὶς Ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, γι’ αὐτὸ κι ἔγινε γνωστὴ ὡς Παυλικιανισμός. Ὡστόσο, εἶχε κι ἔντονες ἐπιρροὲς ἀπὸ τὴν παράδοση τοῦ Γνωστικισμοῦ καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὸν Μανιχαϊσμό, τὸν ὁποῖο ὁ Κωνσταντῖνος εἶχε ἀρχικῶς ἀκολουθήσει. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ἡ διδασκαλία νὰ θεωρηθεῖ αἱρετικὴ τόσο γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀρμενίας ὅσο καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ἡ ἀντιμετώπιση αὐτὴ δὲν ἐμπόδισε τὸν Παυλικιανισμὸ νὰ διαδοθεῖ καὶ νὰ ἔχει μεγάλη ἀπήχηση μεταξύ των Ἀρμενίων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἦταν μιὰ ἐποχὴ ποὺ στὰ ἀνατολικὰ σύνορα τῆς Αὐτοκρατορίας εἶχαν ἐμφανιστεῖ οἱ Ἄραβες μουσουλμάνοι. Ἡ αἴσθηση τῆς ἀνασφάλειας ἦταν ἔντονη. Μέσα σὲ μία τέτοια ἀτμόσφαιρα ἦταν εὔκολο νὰ βρεῖ ἀπήχηση ἡ διδασκαλία ἑνὸς περιπλανώμενου κήρυκα, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι ὁ ὑλικὸς αὐτὸς κόσμος δὲν εἶναι παρὰ ἔργο τοῦ διαβόλου, ἄξιο καταδίκης καὶ περιφρόνησης. Ἔτσι, οἱ Παυλικιανοὶ δὲν ἀποδέχονταν τὴ σύνδεση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ὕλη, καθὼς κι ἄλλα ὑλικὰ στοιχεῖα τῆς λατρευτικῆς παράδοσης, ὅπως οἱ εἰκόνες, ἀλλὰ ἔκαναν ἁπλὲς τελετὲς κι ἔδιναν σημασία στὴν μεταξύ τους ἀλληλοϋποστήριξη.
Ἡ διάδοση τῆς διδασκαλίας τῶν Παυλικιανῶν ἦταν σημαντικὴ μεταξὺ τοῦ 650 καὶ τοῦ 870 μ.Χ. Ὕστερα ἀπὸ μιὰ περίοδο σχετικῆς ἀνεκτικότητας οἱ βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες προχώρησαν σὲ διωγμοὺς ἐναντίον τους καὶ ἐκτοπισμούς, καθὼς οἱ Παυλικιανοὶ συχνὰ συμμετεῖχαν στὶς ἐπιδρομὲς τῶν Ἀράβων ἐναντίον τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ὁ τόπος ποὺ κυρίως μεταφέρονταν ἦταν οἱ ὀρεινὲς περιοχὲς στὴν ὁροσειρὰ τῆς Ροδόπης. Στὶς περιοχὲς αὐτὲς ξεκινᾶ μιὰ καινούργια σελίδα τῆς θρησκευτικῆς ἱστορίας τους. Αὐτὴ χρειάζεται μία ξεχωριστὴ ἀφήγηση.