Τὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Μάρκου στὴν Πετρούσσα τῆς Δράμας καὶ ἡ ἄγνωστη ἱστορία του

Παίρνοντας τὸν δρόμο ἀπὸ τὸ χωριὸ Πετρούσσα τῆς Δράμας πρὸς τὰ βόρεια, προκειμένου νὰ φτάσουμε στὸ χωριὸ Πύργοι, τὸ ὁποῖο ἀπέχει περίπου ὀκτὼ χιλιόμετρα, μπαίνουμε ἀνάμεσα σὲ δύο πρόβουνα (ἀντηρίδες) τοῦ Φαλακροῦ Ὅρους. Αὐτὸ ποὺ βρίσκεται δυτικὰ λέγεται Μπαρτσίνα.

Πάνω σὲ αὐτὸ τὸ ὕψωμα ὑπάρχουν κάποια σπήλαια, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸ μεγαλύτερο εἶναι γνωστὸ σήμερα ὡς σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Μάρκου. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ σπήλαιο ἔχει διασωθεῖ μία ἐπιγραφή, πολύτιμη γιὰ τὴν πνευματικὴ ἱστορία τῆς Δράμας. Ὡστόσο, πρὶν φτάσουμε σὲ αὐτή, μὲ τὸ παρὸν σημείωμα θὰ σταθοῦμε ἐν συντομία στὴν ἱστορία τοῦ σπηλαίου, βασιζόμενοι στὴ δημοσίευση τοῦ ἀρχαιολόγου Εὐάγγελου Ἀθαν. Παπαθανασίου («Τὸ σπηλαιῶδες μονύδριον, τὸ καλούμενο σήμερα “Ἅγιος Μάρκος”, καὶ ἡ σπουδαιότητά του γιὰ τὴν ἱστορία τῆς περιοχῆς Δράμας καὶ Προσοτσάνης», Πρακτικὰ 1ου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, Προσοτσάνη 2019).

Ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ἰδρυτοῦ τῆς Μονῆς τῆς Εἰκοσιφοίνισσας ὁσίου Γερμανοῦ, ποὺ γράφτηκε τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 10ου αἰώνα μ.Χ., μαθαίνουμε ὅτι ὁ ὅσιος εἶδε ὄνειρο, στὸ ὁποῖο ἕνας ἄγγελος τοῦ ζήτησε νὰ φύγει ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ νὰ πάει σὲ κάποιο βουνὸ τῆς Μακεδονίας, στὸ ὁποῖο νὰ φτιάξει μοναστήρι πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας. Τὸ βουνὸ στὸ ὁποῖο ἔφτασε ἦταν “κατὰ τὰς ἐκβολὰς δὲ τοῦ Πάνακος κείμενον” (βρισκόταν κοντὰ στὶς πηγὲς τοῦ Πάνακα, δηλαδὴ τοῦ Ἀγγίτη στὴ Δράμα). Ἀφοῦ τριγύρισε τὸ βουνό, ἀποφάσισε ὅτι ἕνα σπήλαιο σὲ αὐτὸ ἦταν τὸ κατάλληλο μέρος γιὰ νὰ φτιάξει τὸ μοναστήρι, ἀξιοποιώντας τὸ ἴδιο τὸ σπήλαιο καὶ προσθέτοντας κάποια μικρὰ κτίσματα μπροστὰ ἀπὸ ἀυτό. Τὸ ἀφιέρωσε στὴν Θεοτόκο μὲ τὴν προσωνυμία Σπηλαιώτισσα.  

Καθὼς ὅμως ὁ ὅσιος διήνυε τὸν τέταρτο χρόνο τῆς παραμονῆς του σὲ αὐτό, ἐμφανίστηκε καὶ πάλι στὸ ὄνειρό του ἄγγελος καὶ τοῦ εἶπε ὅτι δὲν ἦταν αὐτὸ τὸ βουνὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ φτιάξει τὸ μοναστήρι, ἀλλὰ “ἕτερον ὧ Ματικία τὸ ὄνομα” (δηλ. τὸ Παγγαῖο). Ἔτσι, ἀκολουθώντας καὶ πάλι τὴν ὑπόδειξη τοῦ ἀγγέλου, ὁ ὅσιος Γερμανὸς πῆγε στὶς πλαγιὲς τοῦ Παγγαίου καὶ  ἄρχισε τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς Παναγίας τῆς Εἰκοσιφοίνισσας, τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 9ου αἰώνα μ.Χ.

Ὅμως καὶ τὸ ἀρχικὸ μοναστήρι τῆς Σπηλαιώτισσας ποὺ ἔφτιαξε, συνέχισε νὰ ὑπάρχει. Μάλιστα, ἀναφέρεται ὡς Μονὴ Σπηλαιωτίσσης σ’ ἕνα ἔγγραφο τοῦ 14ου αἰῶνος τῆς Μεγίστης Λαύρας. Τοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολούθησαν τὸ σπήλαιο ἐγκαταλείφθηκε καὶ μεταξὺ τοῦ 15ου καὶ τοῦ 17ου αἰῶνος μετονομάστηκε σὲ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Μάρκου, λόγω τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Ἁγίου Μάρκου σὲ αὐτό. Ἡ ἑορτὴ εἶναι στὶς 25 Ἀπριλίου καὶ συνήθως πέφτει ἐντὸς τῆς Λαμπροβδομάδας ἢ μετακινεῖται τὴν Λαμπροτρίτη, ἂν πέσει πρὶν τὸ Πάσχα. Ἀκόμη καὶ σήμερα ἀπὸ τὴν κοντινὴ Προσοτσάνη συνηθίζουν τὴ Λαμπροβδομάδα νὰ ἐπισκέπτονται τὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Μάρκου.

Μπαίνοντας στὸ σπήλαιο, στὶς κάθετες πλευρὲς τῆς δεύτερης αἴθουσάς του, εἶναι χαραγμένες μία σειρὰ ἀπὸ ἐπικλητικὲς ἐπιγραφές, ὅπως γιὰ παράδειγμα “Κ(υρι)ε βοηθη τη δ(ου)λη σου Καλη τη δουλη σ(ου) Θ(εοτο)κε Σπιλεοτησα”. Μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐπιγραφὲς ἔχει ἰδιαίτερη σημασία. Ὡστόσο, γι’ αὐτὴν ἀπαιτεῖται ἕνα ξεχωριστὸ σημείωμα. 

Αν σου άρεσε, κοινοποίησέ το να το δουν και άλλοι!