Μιὰ γριφώδης ἐπιγραφὴ σ’ ἕνα σπήλαιο τῆς Δράμας καὶ οἱ χριστιανοὶ Ἀρμένιοι στὴν ὀροσειρὰ τῆς Ροδόπης

Στὸ σπήλαιο ποὺ εἶναι σήμερα γνωστὸ ὡς σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Μάρκου στὴν Πετρούσσα τῆς Δράμας, στὶς πλευρὲς τῆς δεύτερης αἴθουσάς του, εἶναι χαραγμένες μία σειρὰ ἀπὸ ἐπικλητικὲς ἐπιγραφές. Ἀνάμεσά σε αὐτὲς διαβάζουμε καὶ τὴν ἑξῆς:

“Κ(υρι)ε βοηθη Πετρον / τον Ασπρακανηας”

Ποιὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ περιοχὴ καὶ ποιὸ τὸ πρόσωπο, στὰ ὁποῖα ἀναφέρεται ἡ ἐπιγραφή; Ἀσπρακανεία καλοῦσαν οἱ Βυζαντινοὶ τὴ ἀρμένικη περιοχὴ Vaspurakan. Ἦταν ἡ ὄγδοη ἐπαρχία τοῦ ἀρχαίου βασιλείου τῆς Ἀρμενίας καὶ εἶχε ὡς ἐπικεντρο τὴ λίμνη Βάν. Σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόθεση τοῦ ἀρχαιολόγου Εὐάγγελου Παπαθανασίου, ὁ ἀναφερόμενος Πέτρος εἶναι πιθανότατα ὁ Πέτρος Α΄ Γκεταντάρντζ, ποὺ σημαίνει “ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε τὸ ποτάμι νὰ στραφεῖ εἰς τὰ ὀπίσω”.

Στὴ βιογραφία τοῦ Πέτρου διαβάζουμε ὅτι τὸ 1022 μ.Χ πῆγε στὸν βυζαντινὸ αὐτοκράτορα Βασίλειο Β΄, κομίζοντας ἐπιστολὴ τοῦ βασιλιὰ τῆς Ἀρμενίας, μὲ τὴν ὁποία αὐτὸς ὅριζε τὸν Βασίλειο Β΄ κληρονόμο του. Ὁ Πέτρος ἐπιστρέφοντας στὴν Ἀρμενία, ἦρθε ἀντιμέτωπος μὲ τὴν ἀντίπαλη παράταξη ποὺ δὲν ἤθελε τὴν ἕνωση τῆς Ἀρμενίας μὲ τὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία. Ἔτσι, τὸ 1030 μ.Χ. ἀποσύρθηκε σ’ ἕνα μοναστήρι στὸ Vaspurakan. Παρ’ ὅλα αὐτὰ μέχρι τὸν θάνατό του τὸ 1054 μ.Χ. δὲν σταμάτησε νὰ ἔχει ἀνάμιξη στὰ ζητήματα τῆς σχέσης τῆς Ἀρμενίας μὲ τὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία. Τὴν περίοδο αὐτὴ πρέπει νὰ χαράχτηκε ἡ ἐπιγραφὴ στὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Μάρκου στὴ Δράμα.

Μπορεῖ μὲ τὴν ὑπόθεση αὐτὴ νὰ δίνεται μία ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα σχετικὰ μὲ τὴν ταυτότητα τοῦ προσώπου ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἐπιγραφή, ὡστόσο γεννιέται ἕνα ἄλλο ἐρώτημα. Πῶς εἶναι δυνατὸν στὸ σπήλαιο ἑνὸς βουνοῦ τῆς Δράμας νὰ ὑπάρχει μία ἐπικλητικὴ ἐπιγραφὴ γιὰ ἕναν πατριάρχη τῆς Ἀρμενίας στὸν 11ο αἰώνα μ.Χ.;

Ἡ ὕπαρξη τῆς ἐπιγραφῆς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξηγηθεῖ, μόνο ἂν λάβουμε ὑπόψη μας τὴν παρουσία τῶν Ἀρμενίων στὶς ὀρεινὲς περιοχὲς τῆς ὀροσειρᾶς τῆς Ροδόπης, δηλαδὴ στὶς ὀρεινὲς περιοχὲς ποὺ ἐκτείνονται ἀπὸ τὴν ἐντός τῆς Βουλγαρίας κοιλάδα τοῦ Νέστου δυτικὰ μέχρι τὸν ποταμὸ Ἔβρο ἀνατολικὰ καὶ ἀπὸ τὶς πεδιάδες τῆς Δράμας, τῆς Κομοτηνῆς καὶ τῆς Ξάνθης νότια μέχρι τὶς ἐντός της Βουλγαρίας κοιλάδες τοῦ ποταμοῦ Ἔβρου (Марица) βόρεια.

Ἀπὸ τὰ χρόνια του βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε΄ (741-775 μ.Χ.) ἡ ὀροσειρὰ τῆς Ροδόπης ἀπετέλεσε τόπο ὑποδοχῆς χριστιανῶν Ἀρμενίων (κυρίως Παυλικιανῶν), τοὺς ὁποίους οἱ βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες μετακινοῦσαν ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία, προκειμένου νὰ ἀποδυναμωθεῖ ἡ συμμετοχή τους στὶς ἐπιδρομὲς τῶν Ἀράβων ἐναντίον τῶν ἀνατολικῶν συνόρων της βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Μόνο ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης A΄ Τσιμισκῆς (969-976 μ.Χ.) μετέφερε διακόσιες χιλιάδες Ἀρμενίους ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ τοὺς ἐγκατέστησε στοὺς βόρειους πρόποδες τῆς ὁροσειρᾶς τῆς Ροδόπης «περὶ τὴν Φιλιππούπολιν». Γιὰ τὴν παρουσία τῶν Ἀρμενίων στὴν ὁροσειρὰ τῆς Ροδόπης θ’ ἀκολουθήσουν καὶ ἄλλα σημειώματα.   

Αν σου άρεσε, κοινοποίησέ το να το δουν και άλλοι!