Ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι ἀφηρημένες σκέψεις, δὲν εἶναι νοήματα ποὺ δὲν ἔχουν καμμιὰ σχέση μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸ βίωμά μας. Ἀντιθέτως, ἡ ἀλήθεια εἶναι ἔκφραση μιᾶς ἐμπειρίας. Ἐκείνοι ποὺ μιλοῦν γιὰ τὴν ἀλήθεια εἶναι εὔκολο νὰ συμφωνήσουν μεταξύ τους, ὅταν εἶναι μέτοχοι αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας, ἐνῶ ὅταν ἀπουσιάζει αὐτὴ ἡ μέθεξη, εἶναι ἀδύνατη ἡ πραγματικὴ συνεννόηση.
Ποιὰ εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς ἀλήθειας, ποὺ ὑπῆρξε ὁ ἀσφαλὴς ὁδηγὸς πατέρων ὅπως ὁ ἄγιος Σπυρίδων καὶ ἀποτελεῖ τὸ ζητούμενο τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου; Εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὴν ὁδό πρὸς αὐτὴ ὑπάρχουν πάμπολλα σημάδια μέσα στὴ ζωή μας, τὰ ὁποῖα μᾶς τὴν δείχνουν. Ὡστόσο, μοιάζουν μὲ ἀόρατες φτεροῦγες. Μποροῦμε νὰ τὶς δοῦμε καὶ νὰ τὶς ἀκολουθήσουμε, μόνο ὅταν καθαρίσουμε τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη, τὰ ὁποῖα μᾶς τυφλώνουν.
Φθάνοντας μὲ τὴν καρδιά μας σὲ αὐτήν, ἡ ἐμπειρία τῆς ἀλήθειας παύει νὰ εἶναι ἕνα ἁπλὸ νόημα καὶ γίνεται αἴσθηση τοῦ μυστηρίου τῆς φανέρωσης τοῦ ἀπείρου μέσα στὸ πεπερασμένο καὶ τοῦ μεγίστου μέσα στὸ ἐλάχιστο. Εἶναι ἡ ἐμπειρία τῶν ἀνθρώπων γιὰ τοὺς ὁποίους γράφει στὴν Β΄ Πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὴ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, λέγοντας ὅτι ἐνῶ εἶναι φτωχοί, κάνουν πολλοὺς νὰ πλουτίζουν· ἐνῶ τους ἐμφανίζονται προβλήματα, αὐτοὶ χαίρονται· ἐνῶ δὲν κατέχουν τίποτα, ἔχουν τὰ πάντα· κι ἐνῶ πεθαίνουν, ζοῦν: «ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες» (Β΄ Κορ. 6: 9-10).