Οδεύοντας πρὸς τὰ Χριστούγεννα μὲ ἀναφορὰ σ’ ἕνα διήγημα

Καθὼς ὁδεύουμε πρὸς τὰ Χριστούγεννα, στεκόμαστε σ’ ἕνα διήγημα. Δὲν εἶναι τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ἀλλὰ εἶναι γραμμένο γιὰ ἐκεῖνον. Τὸ ἔγραψε ἕνας λογοτέχνης ποὺ οὔτε τὸν ἴδιο γλωσσικὸ προσανατολισμὸ εἶχε μὲ τὸν Παπαδιαμάντη οὔτε τὴν ἴδια κοσμοθεωρία. Κι ὅμως τὸν θεωροῦσε ὡς τὸν “μεγαλύτερο νεοέλληνα συγγραφέα”. Πρόκειται γιὰ τὸν Κώστα Βάρναλη, ὁ ὁποῖος πέθανε σὰν σήμερα πρὶν πενήντα χρόνια, στὶς 16 Δεκεμβρίου 1974. Τὸ διήγημα λέγεται «Τὰ Χριστούγεννα τοῦ Παπαδιαμάντη», εἶναι γραμμένο στὴ γλώσσα καὶ στὸ ὕφος τοῦ Παπαδιαμάντη, καὶ περιέχεται στὸ ἔργο τοῦ Κώστα Βάρναλη Πεζὸς Λόγος (Ἐκδόσεις Κέδρος, 1950). 

«Ὁ οὐρανὸς ἔβρεχε διαρκῶς λεπτὸν νερόχιονον, ὁ γραῖγος ἀδιάκοπος ἐφύσα καὶ ἦτο ψύχος καὶ χειμὼν τὰς παραμονὰς τῶν Χριστουγέννων… Ὁ κὺρ-Ἀλέξανδρος εἶχε νηστεύσει ἀνελλιπῶς ὁλόκληρόν το Σαρανταήμερον καὶ εἶχεν ἐξομολογηθεῖ τὰ κρίματά του… Καὶ ἀφοῦ ἐγκαίρως παρέδωσε τὸ χριστουγεννιάτικον διήγημά του εἰς τὴν «Ἀκρόπολιν» καὶ διέθεσεν ὁλόκληρον τὴν γλίσχρον ἀντιμισθίαν του πρὸς πληρωμὴν τοῦ ἐνοικίου καὶ τῶν ὀλίγων χρεῶν του, γέρων ἤδη κεκμηκῶς ὑπὸ τῶν ἐτῶν καὶ τῆς νηστείας, ἀποφεύγων πάντοτε τὴν πολυάσχολον τύρβην, ἀλλὰ φιλακόλουθος πιστός, ἔψαλεν, ὡς συνήθως, μὲ τὴν βραχνὴν καὶ σπασμένην φωνήν του, πλήρη ὅμως ἐνθέου πάθους, ὡς δεξιὸς ψάλτης, εἰς τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου τὰς Μεγάλας Ὥρας, σχεδὸν ἀπὸ στήθους, καὶ ὅτε ἐπανῆλθεν εἰς τὸ πτωχικὸν τοῦ δωμάτιον, δὲν εἶχεν ἀκόμη φέξει!

Ἤναψε τὸ κηρίον του… καὶ ἠμικλιντος ἐπὶ τῆς πενιχρᾶς στρωμνῆς του, πολλὰ ρεμβάζων καὶ οὐδὲν σκεπτόμενος, ἤκουε τὰς ὀρυγᾶς τοῦ κραταιοῦ ἀνέμου καὶ τοὺς κρότους τῆς βροχῆς… Καὶ τότε εὑρέθη εἰς τὴν προσφιλήν του νῆσον τῶν παιδικῶν του χρόνων μὲ τὰ ῥόδιν᾿ ἀκρογιάλια, τὰς ἁλκυονίδας ἡμέρας, τὰς χλοϊζούσας πλαγιάς, μὲ τὰ κρίταμα, τὴν κάππαριν καὶ τὰς ἁρμυρήθρας τῶν παραθαλασσίων βράχων καὶ μὲ τοὺς ἁπλοὺς παλαιοὺς ἀνθρώπους, θαλασσοδαρμένους ἢ ναυαγούς, ζωντανοὺς καὶ κεκοιμημένους. Καὶ ἦλθεν ὁ Χριστὸς μὲ τὸ τεθλιμμένον πρόσωπον, ἡ Παναγία ἡ Γλυκοφιλοῦσα μὲ τὸ λευκὸν καὶ ἔνθεον Βρέφος της…

Φέγγος ἐαρινὸν καὶ θαλπωρὴ διεχύθησαν ἐντὸς τοῦ ὑγροῦ δωματίου… (καὶ) τί βλέπει γύρω του; Ὅλους τους ἥρωας καὶ τὰς ἡρωίδας τῶν Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του… Τέλος, ὤ! τῆς ἐκπλήξεως, ἐνεφανίσθη καὶ ὁ ἕτερος ἐαυτός του…τὴν στιγμὴν ἐκείνην… ἐξύπνησεν. Ποτὲ ὁ κοσμοκαλόγηρος κὺρ-Ἀλέξανδρος δὲν ἐξύπνησε τόσον χορτάτος, ὅσον ἐκείνην τὴν ἁγίαν ἡμέραν, ὁ νῆστις τοῦ Σαρανταημέρου καὶ ὁ νῆστις ὅλης τῆς ζωῆς του».

Μὲ αὐτὸ τὸ διήγημα ὁ Βάρναλης δὲν κατόρθωσε ἁπλῶς νὰ μιμηθεῖ τὸ ἀφηγηματικὸ ὕφος τοῦ Παπαδιαμάντη. Ταυτόχρονα, ἔφθασε στὸν πυρήνα τῆς πνευματικῆς του ζωῆς. Συνέλαβε τὴν πληρότητα ποὺ ἔνιωθε ὁ μεγάλος μύστης, ἔχοντας καθαρίσει τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς του καὶ φθάνοντας στὸν ἀφανὴ τόπο τοῦ μυστηρίου τῆς φανέρωσης τοῦ πρὸ αἰώνων Θεοῦ ὡς παιδίου νέου, τοῦ ἀπείρου μέσα στὸ πεπερασμένο καὶ τοῦ μεγίστου μέσα στὸ ἐλάχιστο.

Αν σου άρεσε, κοινοποίησέ το να το δουν και άλλοι!