Τὸ μυστικὸ τοῦ Παπαδιαμάντη, ὅπως ἀποτυπώνεται σ’ ἕνα χριστουγεννιάτικο διήγημα

Ἀρκετοὶ νομίζουν ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης ἔγραψε ἕνα σύνολο διηγημάτων, τὰ ὁποία ἔχουν ὡς στόχο τὴν παρουσίαση τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἐθίμων τῆς ἑλληνικῆς ὑπαίθρου. Τέτοιες ἀπόψεις δὲν κατορθώνουν νὰ δοῦν τὸν πυρήνα τῆς παπαδιαμαντικῆς τέχνης ἢ ἀλλιῶς τὸ μυστικὸ τοῦ Παπαδιαμάντη. Καὶ τὸ μυστικὸ αὐτὸ εἶναι ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης -σχεδὸν σὲ κάθε διήγημά του- στήνει τὸ σκηνικὸ ἑνὸς μικροῦ ἢ μεγάλου δράματος, προκειμένου νὰ τὸ ὁδηγήσει στὴν κάθαρση.

Αὐτὸ συμβαίνει καὶ στὸ χριστουγεννιάτικο διήγημά του «Στὸ Χριστό, στὸ Κάστρο» (1892). Κι ἐδῶ σκηνοθετεῖ ἕνα μικρὸ δράμα. Ὁ ἀποκλεισμὸς λόγω μιᾶς χιονόπτωσης παραμονὲς Χριστουγένων δύο χωρικῶν στὴν περιοχὴ τοῦ Κάστρου στὴ Σκιάθο φέρνει στὴν ἐπιφάνεια τὸ βάρος ἑνὸς ἀνεκπλήρωτου τάματος. Ὁ μικρὸς καὶ μοναδικὸς γιὸς τοῦ παπα-Φραγκούλη πρὶν ἕνα περίπου χρόνο ἦταν ἄρρωστος καὶ κινδύνευε νὰ πεθάνει. Ἡ σύζυγος τοῦ παπα-Φραγκούλη καὶ μάνα τοῦ παιδιοῦ ἔκανε τάμα. Ἄν αὐτὸ γλίτωνε, νὰ πήγαιναν τὰ ἑπόμενα Χριστούγεννα νὰ λειτουργήσουν στὸ ἐξωκκλήσι τοῦ Χριστοῦ, στὴν περιοχὴ τοῦ Κάστρου. “Τό ἐνθυμεῖτο καὶ τὸ ἐσυλλογίζετο πρὸ ἡμερῶν… Ἀλλ’ ἔβλεπεν ὅτι ἐφέτος θὰ ἦτο δυσκολώτατον, φοβερόν, ἀνήκουστον τόλμημα, ἕνεκα τοῦ βαρέος χειμῶνος”.

Μιὰ ὑπόσχεση μπορεῖ γιὰ κάποιους νὰ μὴν εἶναι κάτι σημαντικό. Ὅμως γιὰ κάποιους ἄλλους ἡ μὴ ἐκπλήρωσή της γίνεται σαράκι καὶ τοὺς τρώει. Νιώθουν ὑπόλογοι σὲ μιὰ ἀόρατη τάξη καὶ σηκώνουν τὸ βάρος τοῦ ὑβριστῆ της. Ἔτσι, ὅταν μὲ ἀφορμὴ τὸν ἀποκλεισμὸ τῶν δύο χωρικῶν στὸ Κάστρο, ὁ παπα-Φραγκούλης ἀνακοίνωσε τὴν ἀπόφασή του νὰ πάει ἐκεῖ, γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσει καὶ νὰ κάνει τὴ Θεία Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων, ἡ παπαδιὰ ἀντὶ νὰ ἀντιδράσει ἐξαιτίας τοῦ κινδύνου, ἔνιωσε νὰ λυτρώνεται.

Καθὼς ἡ στεριὰ ἦταν ἀποκλεισμένη, ὁ παπα-Φραγκούλης ἀποφάσισε νὰ ταξιδέψει μὲ τὴ βάρκα τοῦ καπετάν-Στεφανῆ, ἔχοντας ὡς συνοδεία τὴ σύζυγό του, τὸν μικρὸ γιό τους καὶ λίγους ἀκόμη χωρικούς. Στὴ διαδρομὴ ἡ βαρκούλα ἔπεσε σὲ θαλασσοταραχὴ καὶ “ἐχόρευεν ἐπάνω εἰς τὸ κῦμα, πότε ἀνερχομένη εἰς ὑγρὰ ὄρη, πότε κατερχομένη εἰς ρευστὰς κοιλάδας, νῦν μὲν εἰς τὴν ἀκμὴν νὰ καταποντισθῆ εἰς τὴν ἄβυσσον, νῦν δὲ ἑτοίμη νὰ κατασυντριβῆ κατὰ τῆς κρημνώδους ἀκτῆς”.

Ἡ περιπέτεια εἶχε αἴσιο τέλος. “Ο παπα-Φραγκούλης καὶ ἡ συνοδεία του φθάσαντες, εἰσῆλθον τέλος εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ καρδία των ἠσθάνθη θάλπος καὶ γλυκύτητα ἄφατον… Ἔλαμψε δὲ τότε ὁ ναὸς ὅλος, κι ἤστραψεν ἐπάνω εἰς τὸν θόλον ὁ Παντοκράτωρ μὲ τὴν μεγάλην κ’ ἐπιβλητικὴν μορφήν, καὶ ἠκτινοβόλησε τὸ ἐπίχρυσον καὶ λεπτουργημένον μὲ μυρίας γλυφὰς τέμπλον… ὅπου νομίζει τὶς ὅτι στίλβει ὁ χρυσός, εὐωδιάζει ὁ λίβανος καὶ βαλσαμώνει ἡ σμύρνα, καὶ ὅπου, ὡς ἐὰν ἡ γραφικὴ ἐλάλει, φαντάζεται τὶς ἐπὶ μίαν στιγμὴν ὅτι ἀκούει τὸ “Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεώ””.

Μὲ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ τάματος διαλύεται τὸ βάρος ποὺ κουβαλοῦν οἱ ἥρωες. Ὁ Παπαδιαμάντης τοὺς ὁδηγεῖ σὲ μία κάθαρση, καθὼς ἡ σκέψη του διέπεται ἀπὸ τὴν ἀντίληψη ὅτι ὅλα τὰ πράγματα πρέπει νὰ ἐναρμονιστοῦν μὲ τὸν ρυθμὸ τῆς ἀόρατης μελωδίας τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.

Αν σου άρεσε, κοινοποίησέ το να το δουν και άλλοι!