Τὸ 1984 ὁ Νίκος Γαβριὴλ Πεντζίκης πῆρε τὸ Α΄ Κρατικὸ Βραβεῖο Μυθιστορήματος γιὰ τὸ ἔργο του «Πόλεως καὶ νομοῦ Δράμας παραμυθία», τὸ ὁποῖο εἶχε δημοσιεύσει τὸ 1982. Πρόκειται γιὰ μία ἀφήγηση ἑκατὸ περίπου σελίδων, μὲ τὴν ὁποία δὲν βγάζεις εὔκολα ἄκρη, ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει καὶ μὲ ὅλα τα κείμενα τοῦ Πεντζίκη. Ἔτσι, λίγοι ἔχουν ἀσχοληθεῖ μαζί της. Ὡστόσο, μιὰ ὑπομονετικὴ ματιὰ σὲ αὐτή, κάτι μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει.
Τὸ νῆμα τῆς ἀφήγησης ἀρχίζει μ’ ἕναν γέρο, ὁ ὁποῖος μὲ δυσκολία πιὰ μπορεῖ νὰ σταθεῖ στὰ πόδια του: «Ἕνας γέρος, φτωχὸς καὶ ζαρωμένος, μὲ μιὰ καμπούρα βουνὸ πίσω στὴ ράχη, δὲ μπόραγε νὰ σταθεῖ στὰ πόδια του…». Κι ὅμως αὐτὸς ὁ γέρος ἀποφασίζει νὰ περιπλανηθεῖ στὰ χωριὰ τῆς Δράμας, γιατί θέλει νὰ πετύχει ἕναν περίεργο γάμο. Θέλει περιπλανώμενος νὰ παντρέψει τὸν νοῦ μὲ τὴν καρδιά του. Τὸ νῆμα αὐτῆς τῆς περιπλάνησης πλέκεται μὲ τὸ νῆμα μιᾶς ἄλλης, τῆς περιπλάνησης μιᾶς μάνας μὲ τὸ βουβὸ παιδί της, γιὰ τὸ ὁποῖο ψάχνει γιατρειά. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ τὴ φθορὰ μέσα στὸν χρόνο ψάχνει νὰ βρεῖ γι’ αὐτὴν γιατρειά, ὅπως μιὰ μάνα ποὺ ἔχει μπροστά της συνεχῶς τὸ βουβὸ παιδί της.
Εἶναι δυνατὸν νὰ συμβεῖ κάτι τέτοιο; Ἄν κατανοηθεῖ τὸ νόημα τοῦ παντρέματος τοῦ νοῦ μὲ τὴν καρδιά, ὑπάρχει ἐλπίδα. Τί σημαίνει νὰ παντρευτεῖ ὁ νοῦς μὲ τὴν καρδιά; Στὸ ζήτημα αὐτὸ μᾶς βοηθάει ἡ χριστιανική, ἡσυχαστικὴ παράδοση, στὴν ὁποία ὑπάρχει ὁ ὅρος «κάθοδος τοῦ νοῦ στὴν καρδιά». Ὅταν ὁ νοῦς κατέχεται ἀπὸ λογισμοὺς τῶν παθῶν, τότε ἡ καρδιὰ ταράσσεται καὶ ἡ ταραχὴ της σκορπᾶ τὸν νοῦ ἀκόμη περισσότερο μέσα στὸ πάθος. Ὅμως, ὅταν ὁ νοῦς βάζει καλὸ λογισμό, ἡ καρδιὰ γαληνεύει καὶ ἡ γαλήνη της αὐτὴ συμμαζεύει τὸν νοῦ καὶ τὸν φέρνει κοντά της.
Αὐτὸ εἶναι τὸ πάντρεμα ποὺ πέτυχε ὁ γέρος, περιπλανώμενος στὴ Δράμα. Ἀφαιρώντας ἀπὸ τὸν νοῦ του τὸ κεντρὶ μὲ τὸ ὁποῖο ὁ χρόνος μπορεῖ καὶ φορτώνει δεινὰ καὶ φόβους στὶς ψυχὲς τῶν θνητῶν, βρῆκε τὴ γιατρειά του. Στὸ τέλος τῆς ἀφήγησης τραγουδᾶ καὶ χορεύει «ἀνάμεσα στὸ ὕψος ποὺ βρίσκεται τὸ Ἱερὸ Κοιμητήριο τῆς πόλης Δράμας, καὶ στὴν ἀντίθετη μεριά, ποὺ εἶναι ἕνα τιποτένιο, παραμικρό, λαϊκὸ καφενεῖο… Οἱ νεκροὶ τότε πῆραν μέρος στὸ χορὸ καὶ κανεὶς πιὰ δὲν μποροῦσε νὰ ξεχωρίσει τοὺς πεθαμένους ἀπ’ τοὺς ζωντανούς. “Δόξα τῷ Θεῷ”, ἀναφωνοῦσαν οἱ πάντες».