Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης γεννήθηκε στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου τὸ 332 μ.Χ. Ἐνῶ παντρεύτηκε, ἡ σύζυγός του πέθανε σὲ νεαρὴ ἡλικία. Ἔτσι, σὲ ἡλικία περίπου σαράντα ἐτῶν χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν ἀδελφό του, ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας Βασίλειο, ἐπίσκοπος μιᾶς μικρῆς πόλης τῆς περιοχῆς, τῆς Νύσσης. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι πολεμήθηκε ἀπὸ ὀπαδοὺς τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ἡ πνευματική του συγκρότηση καὶ τὸ ἦθος του τὸν βοήθησαν νὰ ἔχει μία σημαντικὴ συμβολὴ στὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα τῆς ἐποχῆς του μέχρι τὴν κοίμησή του τὸ 394 μ.Χ. Ἡ μνήμη του γιορτάζεται στὶς 10 Ἰανουρίου.
Ἀνάμεσα στὰ συγγράμματά του ὑπάρχει κι ἕνα, τὸ ὁποῖο κουβαλάει ἕνα δυσεπίλυτο αἴνιγμα. Ἡ ἐνασχόληση μὲ αὐτὸ ξεπερνᾶ τὰ στενὰ ὅρια ἑνὸς ἁπλοῦ φιλολογικοῦ ζητήματος. Καθὼς ἅπτεται ἑνὸς κομβικοῦ ζητήματος τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀξίζει μιᾶς εὐρύτερης προσοχῆς.
Τὸ σύγγραμμα αὐτὸ ἦταν γνωστὸ ἀρχικῶς ὑπὸ τὸν τίτλο De instituto Christiano στὴ λατινική, συντετμημένη μορφή του, μὲ τὴν ὁποία ὁ Ζὰκ Πὸλ Μὶν (Jacques Paul Migne), ἐκδότης θεολογικῶν καὶ πατερικῶν κειμένων τοῦ 19ου αἰῶνος, τὸ συμπεριέλαβε στὴν Patrologia Latina (Λατινικὴ Πατρολογία). Ὡστόσο, τὴ δεκαετία τοῦ ’50, καὶ συγκεκριμένα τὸ 1954, ὁ σημαντικὸς κλασσικὸς φιλόλογος Βέρνερ Γιαῖγκερ (Werner Jaeger, 1888-1961) βρῆκε τὸ χειρόγραφο μὲ τὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο τοῦ σύγγραμματος καὶ τὸ παρουσίασε στὴν ὁλοκληρωμένη ἐκδοχή του ὑπὸ τίτλο Περὶ τοῦ κατὰ Θεὸν σκοποῦ καὶ τῆς κατὰ ἀλήθειαν ἀσκήσεως.
Ὁ Γιαῖγκερ δὲν περιορίστηκε ἁπλῶς σὲ μία παρουσίαση τοῦ κειμένου, ἀλλὰ προχώρησε καὶ στὴ σύγκρισή του μ’ ἕνα ἄλλο κείμενο, καθὼς διαπίστωσε σημαντικὲς ὁμοιότητες μεταξύ τους. Τὸ ἄλλο κείμενο ἦταν ἡ Μεγάλη Ἐπιστολή, ἡ ὁποία περιέχεται στὰ κείμενα ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, ἑνὸς χριστιανοῦ ἀσκητοῦ, μαθητοῦ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ποὺ ἔζησε στὴν Αἴγυπτο μεταξύ του 301 καὶ τοῦ 390 μ.Χ.
Τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο εἶναι τὸ ἑξῆς: ποιὸς συγγραφέας ἔλαβε ὑπόψη του τὸν ἄλλον;
Τὰ πράγματα περιπλέκονται ἀκόμη περισσότερο, ἂν λάβουμε ὑπόψη μας τὴν εὐρέως ἀποδεκτὴ ἄποψη τῶν ἐρευνητῶν τῆς χριστιανικῆς γραμματολογίας, μεταξύ τῶν ὁποίων καὶ ὁ πατὴρ John Meyendorff, ὅτι τὰ κείμενα ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Μακαρίου του Αἰγυπτίου, ἑπομένως καὶ ἡ Μεγάλη Ἐπίστολη, δὲν εἶναι γραμμένα ἀπὸ τὸν Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο, ἀλλὰ εἶναι διασκευὴ κειμένων ποὺ ἔχουν χαθεῖ καὶ ἀποτελοῦσαν ἔκφραση τῆς διδασκαλίας τῶν Μεσσαλιανῶν.
Τί ἦταν οἱ Μεσσαλιανοί; Οἱ Μεσσαλιανοὶ ἢ Μασσαλιανοί, ἀπὸ τὴ συριακὴ λέξη mesallyane (προσευχόμενοι) ἢ στὰ ἑλληνικὰ Εὐχίτες, ἦταν χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἐμφανίστηκαν στὰ μέσα περίπου τοῦ 4ου μ.Χ. αἰῶνος στὸν Σύρο-μεσοποταμιακὸ χῶρο. Στὸν πυρήνα τῆς διδασκαλίας τους βρισκόταν ἡ ἰδέα ὅτι ἡ πάλη τοῦ φωτὸς μὲ τὸ σκοτάδι δὲν εἶναι μόνο μιὰ πάλη μέσα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴ ψυχὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἡ ὁποία εἶναι αἰχμάλωτη. Ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία αὐτὴ μπορεῖ νὰ τὴ βγάλει μόνο ἡ μέθεξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ὁποία οἱ Μεσσαλιανοὶ δὲν συνέδεαν μὲ τὴ θεσμικὴ ἔνταξη στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ μὲ τὴ ζέση τῆς καρδιᾶς. Ἔτσι, οἱ ἰδέες τοὺς καταδικάσθηκαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ Σύνοδο τῆς Σίδης (περίπου τὸ 385 μ.Χ.).
Ὁ συγγραφέας ποὺ διασκεύασε τὴ διδασκαλία τους καὶ τὴν ὑπέγραψε μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Μακαρίου του Αἰγυπτίου ἦταν κάποιο σημαντικὸ πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἐπιδίωξε νὰ ἀξιοποιήσει γιὰ χάρη τῆς Ἐκκλησίας τὴ διδασκαλία τοὺς σχετικὰ μὲ τὴν ψυχικὴ αἰχμαλωσία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν δυνατότητα τῆς διαφυγῆς ἀπὸ αὐτὴ μὲ τὴ μέθεξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐνῶ ταυτόχρονα ἤθελε ν’ ἀποστασιοποιηθεῖ ἀπὸ τὶς ἀντιθεσμικές τους θέσεις.
Τούτων δοθέντων, ἐπανερχόμαστε στὸ ἀρχικὸ ἐρώτημα. Ὁ συγγραφέας ποὺ ἔκανε τὴ διασκευὴ τῶν Μεσσαλιανῶν κειμένων, κι ἑπομένως καὶ τῆς Μεγάλης Ἐπιστολῆς, εἶχε ὑπόψη του τὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης Περὶ τοῦ κατὰ Θεὸν σκοποῦ ἢ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης εἶχε ὑπόψη τὴ Μεγάλη Ἐπιστολή, ὅταν ἔγραφε τὸ ἔργο του Περὶ τοῦ κατὰ Θεὸν σκοποῦ;
Δὲν ἰσχύει τίποτα ἀπὸ τὰ δύο, γιὰ τὸ ἁπλὸ λόγο ὅτι ὁ συγγραφέας τοῦ Περὶ τοῦ κατὰ Θεὸν σκοποῦ καὶ ὁ διασκευαστὴς τῶν Μεσσαλιανῶν κειμένων, γνωστῶν πιὰ σήμερα ὡς Μακαριανῶν, εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο. Εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὕστερα ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Σίδης τὸ 385 μ.Χ., ποὺ καταδικάστηκαν οἱ Μεσσαλιανοί, καὶ πρὶν τὸν θάνατό του τὸ 394 μ.Χ., προχώρησε στὴ διασκευὴ τῶν κειμένων τους, ἀφαιρώντας τὰ ἀκραῖα ἀντιθεσμικά τους στοιχεῖα, προκειμένου νὰ προσφέρει στὴν ἐκκλησιαστικὴ μοναστικὴ παράδοση τὴ διδασκαλία τῆς καιόμενης καρδίαςς καὶ τῆς μέθεξης ποὺ αὐτὰ κόμιζαν. Καθὼς αὐτὰ ἀποτελοῦσαν διασκευές, δὲν θέλησε νὰ φέρουν τὸ ὄνομά του, ἀλλὰ προτίμησε νὰ ἀποδοθοῦν σὲ κάποιο μακάριο, ἄγνωστο πρόσωπο, ἐπίθετό τὸ ὁποῖο ἔγινε ἀντιληπτὸ ἀργότερα ὡς κύριο ὄνομα: Μακάριος.
Ὅταν ὁ Γρηγόριος ἔγραψε τὸ ἔργο Περὶ τοῦ κατὰ Θεὸν σκοποῦ, τὸ ὁποῖο φέρει τὸ ὄνομά του, συμπεριέλαβε σὲ αὐτὸ κι ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ αὐτὴ τὴ διασκευή ποὺ εἶχε προηγηθεῖ. Ἡ προσπάθεια αὐτὴ τοῦ Γρηγορίου Νύσσης ἐναρμονίζεται μὲ τὸ γενικότερο πνεῦμα καὶ τὴν προσπάθεια ποὺ εἶχε καταβάλει τὴν ἴδια ἐποχὴ καὶ ὁ ἀδελφός του, ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας Βασίλειος μὲ τὶς ὁμάδες τῶν Εὐσταθιανῶν, οἱ ὁποῖες εἶχαν τὰ ἴδια ἐνθουσιαστικὰ καὶ ἀντιθεσμικὰ χαρακτηριστικὰ μὲ αὐτὰ τῶν σχεδὸν συγχρόνων τους Μεσσαλιανῶν. Ὁ ἄγιος Γρηγόριος Νύσσης, διασκευάζοντας τὰ Μεσσαλιανὰ Συγγράμματα, θέλησε νὰ διοχετεύσει μέσα στὸ κύριο ρεῦμα τῆς χριστιανικῆς παράδοσης κείμενα, τὰ ὁποῖα θὰ βοηθοῦσαν τὴ φλεγόμενη καρδιὰ νὰ δώσει κάποια ἀπὸ τὴ ζέση της στὸ θεσμό, ἀποφεύγοντας τὸν πειρασμὸ νὰ τὸν κάψει ἢ νὰ καεῖ. Ἡ ἐπίδραση ποὺ εἶχαν αὐτὰ τὰ κείμενα μέσα στὴν πνευματικὴ ἱστορία, ἔχει δικαιώσει τὸ αἰνιγματῶδες ἐγχείρημά του.