Ο Μέγας Ἀντώνιος καὶ τὸ νόημα τῆς πνευματικῆς ζωῆς

Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου, καὶ μὲ μικρὲς παραλλαγὲς στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου καὶ τοῦ Λουκᾶ, εἶναι: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Ματθ. 16: 24). Μὲ ποιὸ τρόπο  νοεῖται ἡ ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ;

Οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὕστερα ἀπὸ ἐκείνους οἱ Μάρτυρες ἔδωσαν ἕνα παράδειγμα ἀπάρνησης τοῦ ἑαυτοῦ μὲ τὴ μαρτυρικὴ θυσία τους. Ἐντός του 3ου μ.Χ. αἰῶνος ἐμφανίστηκε κι ἕνα ἄλλο παράδειγμα.

Γύρω στὸ 270 μ.Χ. οἱ κάτοικοι ἑνὸς χωριοῦ στὸ Fayum τῆς Αἰγύπτου εἶδαν τὸν εἰκοσάχρονο νεαρὸ γιὸ ἑνὸς εὔπορου γαιοκτήμονα, ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατο τῶν γονιῶν, νὰ ἀπαρνεῖται τὴν κοινωνική του θέση, νὰ μοιράζει τὴν περιουσία του καὶ τελικῶς νὰ ἐγκαταλείπει τὸ χωριό του. Πῆγε στὴν ἔρημο, ἀσκήτεψε ἐκεῖ πολλὰ χρόνια κι ἔγινε ὁ δάσκαλος πολλῶν ποὺ τὸν ἀκολούθησαν.

Ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατό του τὸ 356 μ.Χ. ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Ἀθανάσιος ἔγραψε γιὰ ἐκεῖνον ἕνα βιβλίο. Τὸ βιβλίο τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας ἦταν τὸ Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου. Σὲ αὐτὸ ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ἔδωσε νόημα στὴν ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μὲ τὸ παράδειγμα τῆς ἐκκοπῆς τοῦ θελήματος.

Ἡ ἔννοια τῆς ἐκκοπῆς τοῦ θελήματος εἶναι ἤδη παροῦσα μέσα στὰ βιβλικὰ κείμενα. Τὰ λόγια τοῦ ἴδιου του Χριστοῦ στὴν ἀφήγηση τῆς ἀγωνίας πρὶν ἀπὸ τὴ σύλληψή του στὴ Γεθσημανή, σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ, καὶ μὲ μικρὲς παραλλαγὲς στοῦ Μάρκου καὶ τοῦ Ματθαίου, εἶναι: «Πάτερ, εἰ βούλει παρένεγκε τοῦτο τὸ ποτήριον ἀπ’ ἐμοῦ· πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω» (Λκ. 22, 42), ἐνῶ στὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον ὁ Χριστὸς λέει: «οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμὸν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός» (Ιωάν. 5, 30).

Στὴν ἀσκητικὴ γραμματεία ποὺ ἀκολούθησε τῆς συγγραφῆς τοῦ Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου βρίσκουμε πλῆθος ἀναφορῶν, οἱ ὁποῖες προβάλλουν τὴν ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος ὡς πυρήνα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Γιὰ παράδειγμα, στὸ Γεροντικό, μιὰ ἀνθολογία ποὺ καταρτίσθηκε περίπου τὸν 7ο μ.Χ. αἰώνα γιὰ περιστατικὰ τῆς ζωῆς γερόντων τοῦ 4ου καὶ 5ου μ.Χ. αἰῶνος, ὑπάρχει ἡ ἑξῆς ἀφήγηση:

«Εἶπε κάποιος γέροντας: στὸν τόπο μας, κάποια ἐποχή, συγκεντρώνονταν οἱ γέροντες μεταξύ τους χάριν ὠφελείας. Κάποια φορὰ σηκώθηκε ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς καὶ ἀφοῦ πῆρε τὸ μικρὸ μαξιλάρι ποὺ βρισκόταν πάνω στὸ κάθισμά του, τὸ ἔβαλε ἐπάνω στοὺς ὤμους του. Καὶ κρατώντας το μὲ τὰ δυό του χέρια στάθηκε ἀνάμεσά σὲ ὅλους καὶ βλέποντας πρὸς τὴν ἀνατολή, ἄρχισε νὰ προσεύχεται “Θεέ μου, ἐλέησε μέ”. Καὶ ἀπαντοῦσε ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτό του λέγοντας: “Ἂν θέλεις νὰ σὲ ἐλεήσω, ἄφησε αὐτὸ ποὺ κρατᾶς καὶ θὰ σὲ ἐλεήσω”. Καὶ ἐπαναλάμβανε “Θεέ μου, ἐλέησε μέ”. Καὶ ἀπαντοῦσε στὸν ἑαυτό του: “Σοῦ εἶπα· ἄφησε ὅ,τι ἀκριβῶς κρατᾶς καὶ σ’ ἐλεῶ”. Καὶ ἀφοῦ τὸ ἔκανε αὐτὸ πολλὲς φορές, κάθισε. Καὶ τὸν ρωτᾶνε οἱ πατέρες: “Ἐξήγησέ μας τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔκανες;” Καὶ τοὺς ἁπαντᾶ: “Τὸ μαξιλάρι ποὺ κρατοῦσα στοὺς ὤμους μου ἦταν τὸ θέλημά μου καὶ ζητοῦσα ἀπ’ τὸν Θεὸ νὰ μ’ ἐλεήσει μαζὶ μὲ  αὐτό, καὶ μοῦ ἀπαντοῦσε: Ἄφησε αὐτὸ ποὺ κρατᾶς κι ἐγὼ θὰ σ’ ἐλεήσω”. Καὶ ἐμεῖς, λοιπόν, εἶπε, ἂν θέλουμε νὰ ἐλεηθοῦμε ἀπ’ τὸν Θεό, ἄς ἀφήσουμε τὸ δικό μας θέλημα».

Ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἐκκοπῆς τοῦ θελήματος ὡς πυρήνα τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι σημαντικός σταθμός. Ὡστόσο, δὲν λύνει ὅλα τα προβλήματα γύρω ἀπὸ τὸ ζήτημα, καθὼς οἱ τρόποι μὲ τοὺς ὁποίους μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ ποικίλουν. Ἡ ἀνάλυσή τους θὰ εἶναι τὸ θέμα μιᾶς ἄλλης σημείωσης. 

Αν σου άρεσε, κοινοποίησέ το να το δουν και άλλοι!