Μέσα στὰ εὐαγγελικὰ κείμενα ὑπάρχουν ἀποσπάσματα, στὰ ὁποῖα ἀποτυπώνεται ἡ προσδοκία τῆς ἔλευσης τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Τέτοιο χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶναι τὸ 13ο Κεφάλαιο τοῦ Κατὰ Μάρκον Εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖο σχεδὸν ἐπαναλαμβάνεται ἀπὸ τὸ 24ο τοῦ Κατὰ Ματθαῖον καὶ τὸ 21ο τοῦ Κατὰ Λουκᾶν. Στὴν ἀφήγησή του ὁ Ἰησοῦς ρωτήθηκε ἀπὸ τοὺς μαθητές του γιὰ τὸ τέλος, κι ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε ὅτι αὐτὸ θὰ συνοδευτεῖ ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ δεινῶν καὶ κατόπιν αὐτῶν θὰ ἀκολουθήσει ἡ ἔλευση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος θὰ συνάξει τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, προκειμένου νὰ τὸν λυτρώσει.
Εἶναι σαφὲς ὅτι σὲ ἀφηγήσεις ὅπως αὐτὴ ἀποτυπώνεται τὸ πνεῦμα τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ, ἰουδαϊκοῦ μεσσιανισμοῦ μὲ τὴν ἔννοια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὴν προσδοκία μιᾶς μελλοντικῆς ἔλευσης. Ὡστόσο, στὰ εὐαγγελικὰ κείμενα ὑπάρχουν καὶ ἀφηγήσεις, στὶς ὁποῖες ἀποτυπώνεται μιὰ ἄλλη διάσταση. Σὲ αὐτὲς ἀναδεικνύεται ἡ σχέση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο μὲ τὸ μέλλον, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ παρὸν καὶ ὄχι μόνο μὲ τὴ σφαίρα τῆς προσδοκίας, ἀλλὰ καὶ μὲ αὐτὴ τῆς πραγματοποιούμενης ἐμπειρίας. Τὸ κείμενο στὸ ὁποῖο τονίζεται κατ’ ἐξοχὴν αὐτὴ ἡ διάσταση εἶναι τὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι ἀπουσιάζει καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα Εὐαγγέλια.
Στὶς γραμμὲς τοῦ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔχει τὸ νόημα τοῦ φωτὸς ποὺ εἶναι ἤδη ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Ἐνδεικτικὸ εἶναι τὸ ἑξῆς ἀπόσπασμα: «“Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου;” Τότε ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: “Λίγον καιρὸ ἀκόμα τὸ φῶς θὰ εἶναι ἀνάμεσά σας. Περπατᾶτε ὅσο ἔχετε τὸ φῶς, γιὰ νὰ μὴ σᾶς πιάσει τὸ σκοτάδι· κι αὐτὸς ποῦ περπατάει στὸ σκοτάδι δὲν ξέρει ποῦ πάει. Ὅσο ἔχετε τὸ φῶς πιστεύετε στὸ φῶς, γιὰ νὰ γίνετε παιδιὰ τοῦ φωτός”» («τὶς ἐστιν οὗτος ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου; εἶπεν οὒν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἔτι μικρὸν χρόνον τὸ φῶς μὲθ ὑμῶν ἐστι· περιπατεῖτε ἕως τὸ φῶς ἔχετε, ἴνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταλάβη· καὶ ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτία οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει. Ἕως τὸ φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς, ἴνα υἱοὶ φωτὸς γένησθε. Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἀπελθῶν ἐκρύβη ἂπ’ αὐτῶν») (Ἰω. 12: 34-36).
Εἶναι φανερὸ ὅτι στὸ ἀπόσπασμα αὐτὸ ἀποτυπώνεται μιὰ κατανόηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀποδεσμεύεται ἀπὸ τὴ γραμμικὴ ἀντίληψη καὶ ἡ ἔλευσή της δὲν κατανοεῖται ὡς ἕνα μελλοντικὸ γεγονὸς, ἀλλὰ ὡς μιὰ ἐμπειρία διαρκῶς δυνατή. Ἡ ἀποδέσμευση αὐτὴ δὲν εἶναι ἡ μόνη. Ταυτόχρονα, ἡ κατανόηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἀποδεσμεύεται ὡς πρὸς τὸ νοηματικό της περιεχόμενο καὶ ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς κυριαρχίας. Ἡ πραγματοποίησή της δὲν ἔχει τὸ νόημα τῆς κυριαρχίας, ἔστω τοῦ καλοῦ, μέσα στὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸ νόημα ἑνὸς βιώματος ποὺ εἶναι δυνατό, ἀκόμη καὶ μέσα σὲ μιὰ τρομερὴ κοινωνικὴ πραγματικότητα.
Ὡς πρὸς αὐτὴ τὴν ἀποδέσμευση χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ ἀφήγηση, πάλι ἀπὸ τὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, στὴν ὁποία ἀποτυπώνεται ὁ διάλογος ἀνάμεσα στὸν Ἰησοῦ καὶ στὸν Πιλάτο. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐρωτᾶται ἀπὸ τὸν Πιλάτο ἂν εἶναι βασιλιάς, ἡ ἀπάντηση εἶναι ἡ ἑξῆς: «ἡ βασιλεία μου δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. Ἂν ἦταν ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ ἡ βασιλεία μου, οἱ στρατιῶτες μου θὰ ἀναλάμβαναν ἀγώνα, γιὰ νὰ μὴ παραδοθῶ στοὺς Ἰουδαίους» («ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου· εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἣν ἡ βασιλεία ἡ ἐμή, οἱ ὑπηρέται ἂν οἱ ἐμοὶ ἠγωνίζοντο, ἴνα μὴ παραδοθῶ τοῖς Ἰουδαίοις») (Ἰω. 18: 36).
Αἰῶνες ἀργότερα τὴν ἴδια κατανόηση ἀποτύπωσε καὶ ὁ φιλόσοφος Walter Benjamin στὶς Θέσεις γιὰ μιὰ Φιλοσοφία τῆς Ἱστορίας, τὶς ὁποῖες ἔγραψε λίγους μῆνες πρὶν τὸν θάνατό του στὶς 26 Σεπτεμβρίου 1940. Στὶς Θέσεις αὐτὲς ὁ Benjamin δὲν σκέπτεται τὴ μεσσιανικὴ ἔλευση μὲ τὸ νόημα τῆς κατάληξης μιᾶς γραμμικῆς συνέχειας, ἀλλὰ μὲ τὸ νόημα μιᾶς ἀσυνέχειας μέσα στὸν χρόνο. Γι’ αὐτὸ μιλάει γιὰ μιὰ ἰσχνὴ μεσσιανικὴ δύναμη, ὅπου το κάθε δευτερόλεπτο τοῦ χρόνου μπορεῖ νὰ γίνει «ἡ μικρὴ πύλη, μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε νὰ προβάλει ὁ Μεσσίας».
Εἶναι ἡ δυνατότητα ἑνὸς διαφορετικοῦ βιώματος, τὸ ὁποῖο καθίσταται δυνατὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο μέσω τῆς διέλευσης τῆς ἐπιθυμίας του γιὰ κυριαρχία καὶ τῆς ἀνταπόκρισης σ’ ἕνα κάλεσμα, τὸ ὁποῖο στὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο δηλώνεται ὡς ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Πατρός. Ἡ ὑπακοὴ αὐτὴ ἀποτυπώνεται καὶ στὰ λόγια τοῦ ἴδιου του Ἰησοῦ, ὅταν λέει: «οὗ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντος μὲ Πατρὸς» (Ἰω. 5: 3).