Επτά κεφάλαια ἀπό τόν λόγο περί διακρίσεως τῆς Κλίμακος Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου

Ὅπως τά σύννεφα κρύβουν τόν ἥλιο, ἔτσι καί οἱ πονηρές σκέψεις σκοτίζουν καί καταστρέφουν τόν νοῦ.
[Ὥσπερ αἱ νεφέλαι ὑποκρύπτουσι τὸν ἥλιον· οὕτως αἱ πονηραὶ ἔννοιαι σκοτίζουσι, καὶ ἀπολλύουσι τὸν νοῦν].

Ἂς ἀναζητήσωμε ποιὰ θηρία ἢ πτηνὰ μᾶς ἐπιβουλεύονται στὴν σπορά, ποιὰ στὴν βλάστηση καὶ ποιὰ στὸν θερισμό, ὥστε νὰ στήνουμε κάθε φορὰ τὶς ἀνάλογες παγίδες.
[Ζητήσωμεν ποῖα μὲν ἐν τῷ σπόρῳ, ποῖα δὲ τῇ χλόῃ, ποῖα δὲ ἐν τῷ ἀμήτῳ ἡμῖν θηρία ἢ πετεινὰ ἐπιβουλεύουσιν, ἵνα καὶ τὰ θήρατρα ἁρμόζοντα στήσωμεν].

Ὅπως δέν εἶναι δυνατόν αὐτός πού πέρασε μακροχρόνια ἀσθένεια νά ἀνακτήσει τήν ὑγεία του μέσα σέ μία στιγμή, ἔτσι δέν εἶναι δυνατόν νά νικήσουμε διά μιᾶς τά πάθη ἤ το πάθος μας.
[Ὡς οὐκ ἔστι τὸν μακρὰν νενοσηκότα νόσον, ἐν μιᾷ ῥοπῇ τὴν ὑγείαν κτήσασθαι· οὕτως οὐκ ἔστιν ἐξαίφνης παθῶν ἢ πάθους περιγενέσθαι].

Ὅπως αὐτός πού δέν ἔχει ὁδηγό χάνει εὔκολα τόν δρόμο, ἔστω καί ἐάν εἶναι πολύ ἔξυπνος, ἔτσι καί ἐκεῖνος πού προχωρεῖ αὐτοκυβέρνητος τήν άσκητική ὁδό, εὔκολα χάνεται, ἔστω καί ἐάν κατέχει ὅλη τήν σοφία τοῦ κόσμου.
[Ὥσπερ μὴ ἔχων ὁδηγὸν εὐχερῶς ἐν τῇ ὁδῷ πλανᾶται, κἂν λίαν φρόνιμος καθέστηκεν· οὕτως καὶ ὁ αὐτεξουσίως τὴν μοναδικὴν ὁδὸν πορευόμενος, εὐχερῶς ἀπόλλυται, κἂν πᾶσαν τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου ἐπίσταται].

Αὐτός πού δέν ἔχει πίστη, καί ὅμως πράττει ἴσως μερικά καλά, μοιάζει μέ ἐκεῖνον πού ἀντλεῖ νερό καί τό χύνει σ᾿ ἕνα τρύπιο πιθάρι.
[Ὁ πίστιν μὴ ἔχων, καλὰ δὲ ἴσως τινὰ ἐργαζόμενος, ὅμοιός ἐστι τῷ ὕδωρ ἀντλοῦντι, καὶ εἰς πίθον τετρημένον βάλλοντι].

Ὅπως οἱ κλέφτες δέν πλησιάζουν εὔκολα στόν τόπο πού βλέπουν βασιλική φρουρά καί ὅπλα, ἔτσι καί ἐκεῖνος πού ἕνωσε τήν καρδιά μέ τήν προσευχή δέν κλέπτεται εὔκολα άπό τούς νοητούς ληστές.
[Ὥσπερ ὅπλα βασιλικὰ ἐν τόπῳ κείμενα ὁρῶντες οἱ κλέπται, οὐχ, ὡς ἔτυχεν, ἐκεῖ ἐπιβαίνουσιν· οὕτως καὶ ὁ τῇ καρδίᾳ προσευχὴν προσάψας, οὐχ, ὡς ἔτυχεν, ὑπὸ τῶν νοητῶν λῃστῶν κλέπτεται].

Ὅπως ἐκεῖνος πού κρατᾶ ἀρώματα προδίδεται καί χωρίς νά τό θέλει ἀπό τήν εὐωδία, ἔτσι καί ὅποιος ἔχει μέσα του τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου ἀναγνωρίζεται ἀπό τά λόγια του καί τήν ταπείνωσή του.
[Ὥσπερ ὁ ἀρώματα βαστάζων, καὶ μὴ θέλων ἐκ τῆς ὀσμῆς ἐλέγχεται· οὕτως καὶ ὁ Πνεῦμα Κυρίου ἔχων, ἐκ τῶν αὐτοῦ λόγων καὶ τῆς ταπεινώσεως γνωρίζεται].

Αν σου άρεσε, κοινοποίησέ το να το δουν και άλλοι!