Ὅταν ὁ πύργος τῶν ὑπολογισμῶν καταρρέει

Τὸ βίωμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι σὲ μεγάλο βαθμὸ παγιδευμένο μέσα σὲ ὑπολογισμοὺς γιὰ τὴν ἐπιβίωση ἢ τὴ μεγιστοποίηση τοῦ ὑλικοῦ καὶ συμβολικοῦ κεφαλαίου, δηλαδὴ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ποὺ κατέχει ἢ τῆς ἀναγνώρισης, τῆς δόξας καὶ τῆς ἐξουσίας ποὺ ἐπιδιώκει. Μὲ ἀνάλογο τρόπο διαμορφώνονται καὶ τὰ συναισθήματά του πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἱκανοποίησης, τοῦ διαρκοῦς ἀνικανοποίητου ἢ τῆς ἀπογοήτευσης.

Ἀκόμη καὶ ἡ ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ ἢ τῶν Ἁγίων καὶ ἡ τήρηση τῶν σχετικῶν κανόνων κατανοοῦνται πολλὲς φορὲς ὡς μέσα γιὰ τὴν ἱκανοποίηση αὐτῶν τῶν ὑπολογισμῶν καὶ ὄχι ὡς βοήθεια, προκειμένου νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν παγίδα τους.

Ὡστόσο, ἔρχονται καὶ στιγμὲς στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ αὐτὸς ὁ πύργος τῶν ὑπολογισμῶν καταρρέει. Ἕνας Γερμανὸς στοχαστής, ὁ Ροῦντολφ Ὄττο (Rudolf Otto, 1869-1937), στὸ βιβλίο του Das Heilige (Tὸ Ἱερό) ἀσχολήθηκε μὲ αὐτὲς τὶς στιγμὲς κι ἔδωσε σὲ αὐτὲς δύο τίτλους: τρομερὲς (tremendum) καὶ σαγηνευτικὲς (fascinosum).

Οἱ στιγμὲς τρόμου δὲν εἶναι οἱ στιγμὲς τοῦ ἁπλοῦ φόβου, στὶς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ κάνει τοὺς συνήθεις ὑπολογισμούς του. Δὲν εἶναι οἱ στιγμὲς ποὺ φοβᾶται κάτι καὶ ὑπολογίζει πῶς μπορεῖ νὰ τὸ ἀποφύγει ἢ νὰ τὸ νικήσει. Οἱ στιγμὲς τρόμου εἶναι ἐκεῖνες στὶς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος βιώνει τὴ μηδαμινότητά του. Ὅπως ὅταν ἀναρριχᾶται σὲ μιὰ ἀπόκρημνη πλαγιὰ καὶ χάνοντας τὸν ἔλεγχο, βρίσκεται ἀντιμέτωπος μὲ τὸν κίνδυνο τῆς πτώσης στὸ κενό. Τότε ξεχνᾶ ὅλους τους ὑπολογισμοὺς καὶ ζητᾶ τὸ ἔλεος τοῦ Οὐρανοῦ.

Ὡστόσο, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς τὶς στιγμὲς τρόμου ὑπάρχει κι ἕνα ἄλλο εἶδος στιγμῶν, οἱ ὁποῖες ξεφεύγουν ἀπὸ τὰ δίχτυα τοῦ ὑπολογισμοῦ. Ὁ Ὄττο τὶς ὀνομάζει σαγηνευτικὲς (fascinosum), ἀλλὰ θὰ μποροῦσαν νὰ χαρακτηρισθοῦν καὶ ὡς στιγμὲς μέθεξης. Τὴν περιγραφὴ στιγμῶν τρόμου, ποὺ τὶς διαδέχονται σαγηνευτικὲς στιγμὲς μέθεξης, κάνει ὁ Παπαδιαμάντης στὸ χριστουγεννιάτικο διήγημά του «Στὸ Χριστό, στὸ Κάστρο».  

Ὁ πάπα Φραγκούλης μὲ ἀφορμὴ τὸν ἀποκλεισμὸ τριῶν χωρικῶν στὸ Κάστρο, ἀποφασίζει νὰ πάει ἐκεῖ, γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσει καὶ νὰ κάνει τὴ Θεία Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων. Καθὼς ἡ στεριὰ ἦταν ἀποκλεισμένη, ταξιδεύει μὲ τὴ βάρκα τοῦ μπάρμπα-Στεφανῆ, ἔχοντας ὡς συνοδεία τὴ σύζυγό του, τὸν μικρὸ γιό τους καὶ λίγους ἀκόμη χωρικούς. Στὴ διαδρομὴ ἡ βαρκούλα ἔπεσε σὲ θαλασσοταραχὴ καὶ “ἐχόρευεν ἐπάνω εἰς τό κῦμα, πότε ἀνερχομένη εἰς ὑγρά ὄρη, πότε κατερχομένη εἰς ρευστάς κοιλάδας, νῦν μέν εἰς τήν ἀκμήν νά καταποντισθῇ εἰς τήν ἄβυσσον, νῦν δέ ἑτοίμη νά κατασυντριβῇ κατά τῆς κρημνώδους ἀκτῆς”.

Τελικῶς, ἡ περιπέτεια εἶχε αἴσιο τέλος. “Ὁ παπὰ Φραγκούλης καὶ ἡ συνοδεία του φθάσαντες, εἰσῆλθον τέλος εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ καρδία τῶν ἠσθάνθη θάλπος καὶ γλυκύτητα ἄφατον… Ἔλαμψε δὲ τότε ὁ ναὸς ὅλος, κι ἤστραψεν ἐπάνω εἰς τὸν θόλον ὁ Παντοκράτωρ μὲ τὴν μεγάλην κ’ ἐπιβλητικὴν μορφήν, καὶ ἠκτινοβόλησε τὸ ἐπίχρυσον καὶ λεπτουργημένον μὲ μυρίας γλυφᾶς τέμπλον… ὅπου νομίζει τὶς ὅτι στίλβει ὁ χρυσός, εὐωδιάζει ὁ λίβανος καὶ βαλσαμώνει ἡ σμύρνα, καὶ ὅπου, ὡς ἐὰν ἡ γραφικὴ ἐλάλει, φαντάζεται τὶς ἐπὶ μίαν στιγμὴν ὅτι ἀκούει τὸ “Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ””.

Αν σου άρεσε, κοινοποίησέ το να το δουν και άλλοι!