

Ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου, στὶς 15 Ἰουνίου 1341 μ.Χ., ξέσπασε ἕνας σοβαρὸς ἐμφύλιος πόλεμος στὸ Βυζάντιο. Τὰ ἀντίπαλα στρατόπεδα ἦταν ἀπὸ τὴ μιὰ οἱ ἀντιβασιλεῖς τοῦ ἀνήλικου κληρονόμου Ἰωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, δηλαδὴ ἡ μητέρα του Ἄννα Παλαιολογίνα καὶ ὁ μεγάλος δούκας Ἀλέξιος Ἀπόκαυκος, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ ἄρχοντας Ἰωάννης Στ΄ Καντακουζηνός.
Ὁ Καντακουζηνὸς στὰ τέλη τοῦ 1341 μ.Χ. ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πῆγε στὸ Διδυμότειχο, ὅπου στέφθηκε αὐτοκράτορας. Ἀκολούθησε μία κατάσταση τὴν ὁποία ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς, λόγιος φιλικὰ προσκείμενος στὸν Καντακουζηνό, περιγράφει ὡς ἑξῆς: «Κι ἔβλεπε ὁ καθένας χωρισμένο σὲ δυὸ μερίδες τὸ γένος τῶν Ρωμαίων σὲ κάθε πόλη, σὲ κάθε ἐπαρχία. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἦταν οἱ φρόνιμοι, οἱ πλούσιοι, οἱ εὐγενεῖς, οἱ γραμματισμένοι καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ ἄμυαλοι, ἡ φτωχολογιά, οἱ ἀγράμματοι. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τὸ κόμμα ποὺ εἶχε νομιμόφρονες ἰδέες καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ κόμμα ποὺ δὲν ἤξερε τί ἔκανε, ποὺ γύρευε τὶς ἐπαναστάσεις καὶ χαιρόταν μὲ τὰ αἵματα» (Nicephori Gregorae historiae Byzantinae, τ. II, σ. 613). Ἡ πόλη στὴν ὁποία ἡ ἐμφύλια διαμάχη πῆρε μεγάλες διαστάσεις τὸ 1342 μ.Χ ἦταν ἡ Θεσσαλονίκη μὲ τὸ κίνημα τῶν Ζηλωτῶν.
Ὅταν ἔμαθε τὶς ἐξελίξεις στὴ Θεσσαλονίκη, ὁ Καντακουζηνὸς μὲ τὰ πιστὰ σὲ αὐτὸν στρατεύματα κατευθύνθηκε πρὸς αὐτή. Στὴν «Ἱστορία» του ἀναφέρει ὅτι ἐνῶ προχωροῦσε πρὸς αὐτή, ἦρθε καὶ τέθηκε ὑπὸ τὶς διαταγὲς του ὁ Μομτζίλος (Момчил), ἐπικεφαλῆς ἑνὸς μικροῦ στρατοῦ, περίπου τριακοσίων ἱππέων καὶ πέντε χιλιάδων πεζῶν στρατιωτῶν, ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Μερόπης. Ἐπρόκειτο περὶ ἑνὸς μεγαλόσωμου καὶ ἐπιβλητικοῦ ἀνδρός, βουλγαρικῆς καταγωγῆς, ποὺ ἀπὸ τὰ νιάτα του εἶχε ἐπιδοθεῖ μαζὶ μὲ μία ὁμάδα συνομηλίκων του σὲ ληστεῖες στὴν περιοχή. Μερόπη ὀνομάζει ὁ Καντακουζηνὸς ἕνα μέρος τῆς περιοχῆς τῆς Ροδόπης, ποὺ εἶχε ὡς νοτιοδυτικὸ σύνορο τὸν ποταμὸ Νέστο, ἀνατολικὰ ἔφτανε μέχρι τὴν Γρατιανούπολη (τὸ σημερινὸ χωριὸ Γρατινὴ κοντὰ στὴν Κομοτηνή) καὶ βόρειο σύνορο εἶχε τὸν ποταμὸ Ἄρδα, ὁ ὁποῖος πηγάζει ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Σμόλιαν τῆς Βουλγαρίας, βόρεια τῆς σημερινῆς Πρασινάδας τῆς Δράμας.
Ὡς ἀνταμοιβὴ γιὰ τὴν στρατιωτικὴ βοήθεια ποὺ τοῦ προσέφερε, ὕστερα ἀπὸ τὴ νικηφόρο ἔκβαση τῆς ἐκστρατείας, ὁ Καντακουζηνὸς κατέστησε τὸν Μομτζίλο ἡγεμόνα τῆς Μερόπης καὶ δύο φρουρίων τῆς περιοχῆς, τοῦ Podvis (Πόντβις) καὶ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης. Ὡστόσο, τὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν ὁ Μομτζίλος προχώρησε σὲ ἐνέργειες ποὺ ἐνόχλησαν τὸν Καντακουζηνό, καθὼς προσάρτησε ὑπὸ τὴν ἡγεμονία του καὶ ἄλλα ἐδάφη. Ἔτσι, ὁ Καντακουζηνὸς στράφηκε ἐναντίον του καὶ στὴ μάχη τοῦ Περιθεωρίου (νοτιοανατολικὰ τῆς Ξάνθης, δίπλα στὸ χωριὸ Ἀμαξάδες), τὸν νίκησε καὶ τὸν σκότωσε στὶς 7 Ἰουλίου 1345 μ.Χ. Ὅμως, ἀπελευθέρωσε μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἡττημένους στρατιῶτες καὶ τοὺς ἔδωσε ὡς ἀσφάλεια στὴ γυναίκα τοῦ Μομτζίλου καὶ στὸν ξάδερφό του Ράικο, ποὺ ἀποσύρθηκαν στὴν ὀρεινὴ περιοχὴ τῆς Ροδόπης καὶ συγκεκριμένα στὸ φρούριο τοῦ Podvis.
Τὸ φρούριο τοῦ Podvis (Πόντβις), γνωστὸ σήμερα καὶ ὡς φρούριο Momchilova, βρίσκεται πάνω σε μία ὀρεινή, βραχώδη ἀπόληξη, εἴκοσι χιλιόμετρα ἀνατολικὰ τῆς πόλης Σμόλιαν τῆς νότιας Βουλγαρίας. Ὅπως καὶ πολλὰ ἄλλα φρούρια τῆς περιοχῆς τῆς Ροδόπης χτίστηκε ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ Α΄ (527-565 μ.Χ.) πάνω στὰ ἐρείπια θρακικοῦ ἱεροῦ, τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὸν βράχο ἀπὸ τὴν 1η χιλιετία π.Χ.
Ἀπὸ αὐτὸ τὸ φρούριο εἶναι ὁρατὲς οἱ κορυφὲς τῶν βράχων, στὶς ὁποῖες βρίσκονται δύο ἄλλα φρούρια τῆς μέσης ὑπερροδόπιας διάβασης καὶ τὰ ὁποία ἀποτελοῦσαν μέρος τῆς γραμμῆς ἄμυνας τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ ἐνάντια στὶς ἐπιδρομὲς ἀπὸ τὰ βόρεια. Αὐτὰ εἶναι τὸ Kaleto στὸ χωριὸ Κοσνίτσα, εἴκοσι περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά τοῦ φρουρίου Podvis (https://immsdramas.gr/?p=1688 ) καὶ τὸ φρούριο τοῦ Κόζνικ (Козник), εἴκοσι περίπου χιλιόμετρα νοτιοανατολικά τοῦ φρουρίου τοῦ Podvis.
Κι ἐνῶ ὅλα γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ φρούρια γνωρίζουμε τὴν τοποθεσία καὶ τὴν ἱστορία τους, μὲ βάση καὶ τὰ ἀρχαιολογικὰ εὐρήματα, αἴνιγμα παραμένει μέχρι σήμερα ὡς πρὸς τὴν τοποθεσία καὶ τὴν ἱστορία του τὸ ἄλλο φρούριο τῆς περιοχῆς, τὸ ὁποῖο δόθηκε δῶρο ἀπὸ τὸν Καντακουζηνὸ στὸν ἡγεμόνα τῆς Μερόπης: τὸ φρούριο τῆς Ἁγίας Εἰρήνης.